συντρόφου

συντρόφου
σύντροφος
brought up together with
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβασις — ἀμφίβασις ( εως), η (Α) [ἀμφιβαίνω] η υπεράσπιση τραυματισμένου συντρόφου με μάχη που δίνεται γύρω από αυτόν …   Dictionary of Greek

  • ελαιογραφία — Τεχνική της ζωγραφικής που διαδόθηκε από τον 15o αι. και έχει επικρατήσει έως τη σύγχρονη εποχή. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο πότε και πού πρωτοεμφανίστηκε. Ο Βαζάρι αποδίδει την ε. στον Γιαν Βαν Άικ και υποστηρίζει ότι ήταν ο πρώτος ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • εταιρείος — ἑταιρεῑος, α, ον, ιων. τ. ἑταιρήϊος, η, ον (Α) [εταίρος] 1. αυτός που ανήκει στους φίλους, στους συντρόφους («ἑταιρεῑος φόνος» ο φόνος εταίρου, συντρόφου) 2. ερωτικός, γεμάτος αγάπη 3. φρ. «Ζεὺς ἑταιρεῑος» ο Ζευς ως προστάτης τής φιλίας 4. το ουδ …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μοιράδι — το (Μ μοιράδιον και μεράδι και μεράδιν και μεράδιον και μοιράδι και μοιράδιν) 1. τεμάχιο γης, φέουδο 2. μερίδιο κληρονομιάς, μερτικό 3. (γενικά) τμήμα, μέρος ενός συνόλου νεοελλ. παροιμ. «τού συντρόφου το μοιράδι δεν τό χάνει η συντροφιά» λέγεται …   Dictionary of Greek

  • παμμιξία — η βιολ. σύστημα αναπαραγωγής κατά το οποίο δεν παρατηρείται επιλογή συντρόφου και η γονιμοποίηση αφήνεται στην τύχη, καθώς οι γαμέτες απελευθερώνονται στο περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

  • ψωνιστήρι — το, Ν αναζήτηση και εξεύρεση ερωτικού συντρόφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωνίζω + επίθημα τήρι (πρβλ. ψησ τήρι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”